- ἀναλυτικῆς
- ἀναλυτικόςanalyticalfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… … Dictionary of Greek
Κοντιγιάκ, Ετιέν Μπονό ντε- — (Étienne Bonnot de Condillac, Γκρενόμπλ 1715 – Μποζανσί 1780). Γάλλος φιλόσοφος. Ήταν επικεφαλής της σχολής των λεγόμενων ιδεολόγων. Η θεωρία του, που είναι γνωστή ως αισθησιοκρατία, επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους στοχαστές και αποτέλεσε… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
αλκαλιμετρία — Ογκομετρική μέθοδος της αναλυτικής χημείας, με την οποία προσδιορίζεται ο τίτλος ενός αλκαλικού διαλύματος (διάλυμα βάσης, αλκαλικού άλατος κλπ.), δηλαδή η πραγματική ποσότητα της βάσης που περιέχεται μέσα στο διάλυμα. Σε γνωστό όγκο του… … Dictionary of Greek
γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… … Dictionary of Greek
εσωστρέφεια — η [εσωστρεφής] (ψυχολ.) όρος τής αναλυτικής ψυχολογίας που χαρακτηρίζει έναν ιδιαίτερο τρόπο προσαρμογής και ειδικότερα την αναδίπλωση τού ατόμου στον εαυτό του … Dictionary of Greek
ιωδομετρία — και ιωδιομετρία, ή χημ. τεχνική τής αναλυτικής χημείας που συνίσταται στην τιτλοδότηση τού στοιχειακού ιωδίου το οποίο ελευθερώνεται κατά τη διάρκεια μιας οξειδοαναγωγικής αντίδρασης με τη βοήθεια πρότυπου διαλύματος θειοθειικού νατρίου και… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
μαγγανιομετρία — η χημ. μέθοδος τής αναλυτικής χημείας που έχει ως αντικείμενο τον ογκομετρικό προσδιορισμό ουσιών που οξειδώνονται από πρότυπα διαλύματα υπερμαγγανικού καλίου σε όξινο, γενικά, περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ.… … Dictionary of Greek
μικροχημεία — Υπό ετυμολογική έννοια είναι η χημεία των μικροποσοτήτων· στην τρέχουσα όμως εργασία εννοούμε τη μικροανάλυση, δηλ. τον κλάδο της χημείας που ασχολείται με την έρευνα και τη δοσολογία στοιχείων ή ουσιών σε μικρές ποσότητες. Με τις ονομασίες… … Dictionary of Greek